Καταρχήν, η δικαστηριακή νομολογία έχει δεχθεί, ότι η ακυρότητα της απόλυσης είναι σχετική και όχι απόλυτη, καθώς αποβλέπει στην προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων.
Ο μισθωτός λοιπόν έχει το εκλεκτικό δικαίωμα να επιλέξει μεταξύ δύο δυνατοτήτων. Αφενός μπορεί να παραιτηθεί από το δικαίωμα να προσβάλει την απόλυση ως άκυρη κι άρα να την αποδεχθεί ως έγκυρη.
Αυτό σημαίνει ότι ο εργαζόμενος μπορεί να παραιτηθεί από το δικαίωμα να προσφύγει στα Δικαστήρια και να ζητήσει την ακυρότητά της και την επαναπρόσληψή του από τον εργοδότη.
Η παραίτησή του αυτή μπορεί να δηλώνεται ρητά ή να προκύπτει σιωπηρά, αλλά από σαφή και αναμφισβήτητα γεγονότα. Το γεγονός ότι ο εργαζόμενος υπέγραψε το έντυπο της απόλυσής του και εισέπραξε την αποζημίωση απόλυσής του ανεπιφύλακτα, δε σημαίνει από μόνο του ότι αποδέχεται την απόλυση ως έγκυρη και ότι δε δύναται αυτός να προσφύγει στα Δικαστήρια.
Θεωρώντας ότι η εργασιακή σύμβαση έχει λυθεί, δύναται να αξιώσει την καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης εντός εξάμηνης αποκλειστικής προθεσμίας. Αφετέρου, ο ακύρως απολυόμενος μπορεί να προσβάλει το κύρος της απόλυσης, αξιώνοντας παράλληλα και τις αποδοχές λόγω υπερημερίας του εργοδότη.
Μάλιστα, για την προσβολή της απόλυσης ως άκυρης, ο νόμος τάσσει τρίμηνη προθεσμία. Τέλος, εάν η απόλυση έγινε με συνθήκες οι οποίες συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας του εργαζομένου, έχει δικαίωμα να αξιώσει την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης.