Του Γιάννη Καρούζου, δικηγόρου-εργατολόγου
Έχει υποστηριχθεί από τη θεωρία, ότι η καθυστέρηση καταβολής του μισθού στο μισθωτό δε συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή καθώς δεν υπάρχει καν μεταβολή των συμβατικών όρων.
Ομοίως, ορισμένα δικαστήρια έχουν κρίνει ότι για να υφίσταται μεταβολή, θα πρέπει να υπάρχει διαρκής και μόνιμη παράβαση των συμβατικών όρων. Σε άλλες αποφάσεις δε, έχει κριθεί ότι, μόνο η καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών του εργαζομένου δεν αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του, παρά μόνο αν γίνεται δολίως από τον εργοδότη, πολύ περισσότερο μάλιστα αν η καθυστέρηση αυτή αποσκοπεί στον εξαναγκασμό προς αποχώρηση του μισθωτού από την εργασία του.
Σύμφωνα με αυτή τη θέση των δικαστηρίων, η καθυστέρηση των δεδουλευμένων αποδοχών του εργαζομένου, έστω και μακροχρόνια, συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή, μόνο στην περίπτωση που η μη καταβολή του μισθού οφείλεται σε δόλια και μεθοδευμένη συμπεριφορά του εργοδότη με σκοπό τον εξαναγκασμό του μισθωτού σε παραίτηση, ώστε να αποφύγει την καταβολή σε αυτόν της αποζημίωσης απόλυσης. Επρόκειτο όμως για μια αυστηρή προς τον εργαζόμενο θέση, καθώς μετακυλίοταν σε αυτόν ο επιχειρηματικός κίνδυνος.
Έτσι λοιπόν, στο πλαίσιο αυτό κρίθηκε, ότι αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των συμβατικών όρων εργασίας, τόσο η μη καταβολή μισθού για διάστημα 14 μηνών(ΕφΘρ 444/2006), όσο και η μη καταβολή αποδοχών για διάστημα ενός έτους, εφόσον έγινε δολίως και με νομαδικό σκοπό τον εξαναγκασμό σε παραίτηση του μισθωτού(ΑΠ 1686/2007). Στις ανωτέρω περιπτώσεις, η μη καταβολή των αποδοχών για μακρύ χρόνο, προσδίδει στη συμπεριφορά του εργοδότη στοιχεία μονιμότητας. Να σημειωθεί, ότι σε άλλες αποφάσεις τους τα ελληνικά δικαστήρια έχουν κρίνει ότι μονομερή βλαπτική μεταβολή συνιστά η μη καταβολή των αποδοχών του στο μισθωτό, εφόσον αυτή γίνεται συστηματικά.
Υπενθυμίζεται, ότι ο Άρειος Πάγος στην απόφαση 677/2017 έκρινε ότι, δε θεμελιώνεται βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας του εργαζομένου που ισοδυναμεί με έκτακτη καταγγελία της σύμβασης εργασίας, χωρίς να αποδεικνύεται η δολιότητα του εργοδότη στην παράβαση της υποχρέωσής του περί καταβολής των οφειλόμενων αποδοχών.Σύμφωνα με την ίδια απόφαση, η μη καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών δεν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, αλλά μόνον αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεων του εργοδότη, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την παλαιότερη θέση της νομολογίας και θεωρίας.
Με το άρθρο 56 ν. 4487/2017 προστέθηκε στο άρθρο 7 ν. 2112/1920 το εξής εδάφιο : «Επίσης θεωρείται μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας η αξιόλογη καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του εργαζομένου από τον εργοδότη, ανεξαρτήτως της αιτίας της καθυστέρησης.» Η εν λόγω διάταξη συνιστά επέκταση των προστατευτικών ορίων του εργαζομένου, προφυλάσσοντας τα δικαιώματά του απέναντι στην εργοδοτική πρακτική της μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών. Με άλλα λόγια προσφέρεται με τη διάταξη αυτή, η δυνατότητα στους εργαζομένους ώστε, σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής του μισθού τους, να θεωρήσουν τη συμπεριφορά του εργοδότη ως καταγγελία της εργασιακής σύμβασης και να αξιώσουν την νόμιμη αποζημίωση απόλυσής τους. Ως εκ τούτου, δε χρειάζεται πλέον να συντρέχει ο δόλος στη συμπεριφορά του εργοδότη ώστε να διαπιστωθεί η μονομερής βλαπτική μεταβολή, αλλά αρκεί και μόνο το πραγματικό γεγονός της αναίτιας καθυστέρησης πληρωμής του μισθού.
Κατά το γράμμα της ως άνω διάταξης, η καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών πρέπει να είναι «αξιόλογη». Πρόκειται για μια αόριστη νομική έννοια , η εξειδίκευση της οποίας εμπίπτει στην αρμοδιότητα των δικαστηρίων και εξαρτάται από τις ιδιαίτερες συνθήκες της κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης (adhoc).
Μέχρι σήμερα, η αξιόλογη καθυστέρηση έχει αξιοποιηθεί από τον Άρειο Πάγο, στο πλαίσιο της κρίσης του περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης. Ειδικότερα, σε πρόσφατες αποφάσεις του ( ΑΠ 114/2017, 412/2017, 680/2017, 1003/2017 κ.α.) έκρινε ότι, ως καταχρηστικώς ενασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του μισθωτού όταν δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη, όπως της πληρωμής ληξιπρόθεσμων μισθών. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το αξιόλογο της καθυστέρησης πληρωμής των αποδοχών κρίνεται από το δικαστήριο της ουσίας και συναρτάται προς τις ατομικές, οικογενειακές και οικονομικές ανάγκες του εργαζομένου, σε σχέση προς το ύψος του καθυστερούμενου ποσού αποδοχών του και τους λόγους της καθυστέρησης πληρωμής τους (ΑΠ 1115/2017).
Καταληκτικά, αξίζει να επισημανθεί ότι η καθυστέρηση πληρωμής του μισθού στον εργαζόμενο του παρέχει τα εξής δικαιώματα: να μηνύσει τον εργοδότη, να ασκήσει το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας του, να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας του, να επιδιώξει δικαστικά την είσπραξη του μισθού του ή να επιδιώξει την κήρυξη του εργοδότη σε πτώχευση. Δικαιούται επιπλέον να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του κατά τους εργασιακούς όρους που ίσχυαν πριν τη μεταβολή, οπότε η μη αποδοχή της εργασίας από τον εργοδότη τον καθιστά υπερήμερο και τον υποχρεώνει να καταβάλει μισθούς υπερημερίας.
ΠΗΓΗ