Δευτέρα 19 Ιουνίου 2017

Τι αλλάζει στις Συνδικαλιστικές άδειες μετά τον Ν. 4472/2017



Με το άρθρο 19 του Ν. 4472/2017, εισάγεται μία ενιαία ρύθμιση για τις συνδικαλιστικές άδειες. Ουσιαστικά, καταργείται η ρύθμιση του άρθρου 6 του Ν. 2224/1994, ενώ το περιεχόμενό αυτής ενσωματώνεται στο άρθρο 17 του Νόμου 1264/1982, το οποίο πλέον ρυθμίζει συνολικά το ζήτημα των συνδικαλιστικών αδειών.

Μέχρι σήμερα, οι συνδικαλιστικές άδειες ρυθμίζονταν από δύο νομοθετήματα,
προκαλώντας νομικές ασάφειες μέσω αντιφατικών ή αλληλεπικαλυπτόμενων ρυθμίσεων. Συγκεκριμένα, ο νόμος 1264/1982 ρύθμιζε τις άδειες άνευ αποδοχών, ενώ ο νόμος 2224/1994, αναφερόταν στις άδειες μετ’ αποδοχών, δημιουργώντας, ιδίως ως προς τις δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις, ασάφεια  σχετικά με τις συνδικαλιστικές άδειες οι οποίες, συχνά, αλληλεπικαλύπτονταν, με αποτέλεσμα την ύπαρξη ανασφάλειας ως προς τον χαρακτηρισμό αυτών ως άνευ ή μετ’ αποδοχών.
Με το άρθρο 19 του Ν. 4472/2017, εισάγεται μία ενιαία ρύθμιση για τις συνδικαλιστικές άδεις. Ουσιαστικά, καταργείται η ρύθμιση του άρθρου 6 του Ν. 2224/1994, ενώ το περιεχόμενό αυτής ενσωματώνεται στο άρθρο 17 του Νόμου 1264/1982, το οποίο πλέον ρυθμίζει συνολικά το ζήτημα των συνδικαλιστικών αδειών. Επομένως, σύμφωνα με τον νέο νόμο μεταβάλλεται, κατ’ αρχήν, η χορήγηση του καθεστώτος συνδικαλιστικών αδειών και αλλάζει εν μέρει το είδος τους (αμειβόμενες ή μη).

Συγκεκριμένα, το νέο άρθρο 17 του ν. 1264/1982, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 19 του Ν. 4472/2017, προβλέπει ότι ο εργοδότης έχει υποχρέωση να παρέχει συνδικαλιστική άδεια :

α) στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της πιο αντιπροσωπευτικής τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης για όσο χρόνο διαρκεί η θητείας τους,  
β) στον Πρόεδρο και στον Γενικό Γραμματέα των Εργατικών Κέντρων και Ομοσπονδιών, εφόσον οι υπαγόμενες σε αυτά οργανώσεις έχουν πάνω από 10.000 ψηφίσαντα μέλη, για όσο χρόνο διαρκεί η θητεία τους, 
γ) στον Πρόεδρο των Εργατικών Κέντρων και των Ομοσπονδιών, εφόσον οι υπαγόμενες σε αυτά πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν από 1.501 μέχρι 10.000 ψηφίσαντα μέλη, για όσο χρόνο διαρκεί η θητεία τους, 
δ) στον Πρόεδρο των εργατικών Κέντρων και των Ομοσπονδιών, εφόσον οι υπαγόμενες σε αυτά πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν μέχρι 1.500 ψηφίσαντα μέλη, δεκαπέντε (15) ημέρες το μήνα, 
ε) στον Αντιπρόεδρο, τον Γενικό Γραμματέα και τον Ταμία των Διοικητικών Συμβουλίων των πιο αντιπροσωπευτικών δευτεροβάθμιων οργανώσεων  δεκαπέντε (15) ημέρες τον μήνα. 
στ) στα υπόλοιπα μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων των πιο αντιπροσωπευτικών δευτεροβάθμιων οργανώσεων εννέα (9) ημέρες τον μήνα,
ζ) στον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο, τον Γενικό Γραμματέα των Πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων πέντε (5) ημέρες το μήνα αν τα μέλη της οργάνωσης είναι 500 και πάνω, 
η) στον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο, τον Γενικό Γραμματέα των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων τρεις (3)  ημέρες το μήνα , αν τα μέλη της οργάνωσης είναι λιγότερα από 500, 
θ) στους αντιπροσώπους στις δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες οργανώσεις, για όλη τη διάρκεια των συνεδρίων που συμμετέχουν, 
ι) στα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής και της Γραμματείας της Συνομοσπονδίες Ευρωπαϊκών Συνδικάτων για όσο χρόνο διαρκεί η θητεία τους.

Στη συνέχεια, ήτοι στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου, ορίζεται ότι οι πρώτες τέσσερις άδειες εκ των ανωτέρω, θα είναι μετ’ αποδοχών – καταβαλλόμενων από τον εργοδότη, ενώ οι υπόλοιπες θα είναι άνευ αποδοχών. Όσον αφορά τις τελευταίες, για αυτές προβλέπεται καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών από την οικεία συνδικαλιστική οργάνωση.
Επιπροσθέτως, στη σύμφωνα με την παράγραφο 6: «Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των υπαλλήλων του άρθρου 30..», δηλαδή στους δημόσιους υπαλλήλους.
Στο σημείο αυτό γεννάται ένα σημαντικό ερμηνευτικό πρόβλημα, καθώς παράλληλα με την προηγούμενη ρύθμιση, ίσχυε το άρθρο 22 του Ν. 1400/1983, σύμφωνα με το οποίο, οι δημόσιοι υπάλληλοι που υπάγονται στο άρθρο 30 του Ν. 1264/1982,δικαιούνται τις αντίστοιχες άδειες του συνδικαλιστικού νόμου με αποδοχές,αντίθετα δηλαδή με τη βασική ρύθμιση.
Στο νέο άρθρο 17, όπως αυτό αντικαταστάθηκε, δεν ορίζεται κατ’ αρχήν, τίποτα για την κατάργηση ή μη της ανωτέρω διάταξης, με αποτέλεσμα να επέρχεται σύγχυση ως προς το είδος των αδειών των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς αφενός, το νέο άρθρο έχει ενιαία εφαρμογή και σε αυτούς, αφετέρου όμως, δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη ως προς την ισχύ της προηγούμενης αυτής κατ’ εξαίρεση ρύθμισης. 
Το θέμα αυτό επιλύθηκε με την υπ’ αριθμ 24135/458/25-5-2017 Ερμηνευτική Εγκύκλιο του Υπουργείου Εργασίας, με την οποία αποσαφηνίστηκε ότι το άρθρο 22 του Ν. 1400/83 παραμένει σε ισχύ, και ως εκ τούτου, οι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως ορίζονται στο άρθρο 30 του Ν. 1264/82, δικαιούνται όλες τις προβλεπόμενες συνδικαλιστικές άδεις με αποδοχές, κατ’ εξαίρεση δηλαδή πάλι της αρχικής ενιαίας ρύθμισης.
Σημειωτέον δε, ότι από νομοθετικής άποψης, η ανωτέρω επιλογή ρύθμισης του ζητήματος αυτού με εγκύκλιο, η οποία όπως γνωρίζουμε έχει ερμηνευτικό και όχι κανονιστικό περιεχόμενο, αντί διάταξης νόμου, ενδέχεται να δημιουργήσει μελλοντικά προβλήματα, ως προς την ασφάλεια δικαίου.
Ένα άλλο ζήτημα, μείζονος σημασίας, είναι οι ευνοϊκότερες σε σχέση με τον νέο νόμο ρυθμίσεις, οι οποίες δημιουργούν κεκτημένα δικαιώματα. Σύμφωνα με το άρθρο  18 του Ν. 1264/1982 : «1.Οι διατάξεις των άρθρων 14,15,16,17 αποτελούν ελάχιστα συνδικαλιστικά δικαιώματα. 2.Ρυθμίσεις ευνοϊκότερες για την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών που έχουν ήδη αποκτηθεί ή θα αποκτηθούν με συμφωνία μισθωτών και εργοδοτών ή με Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας ή Διαιτητικές Αποφάσεις υπερισχύουν...»
Σύμφωνα με τα ανωτέρω, το άρθρο 18 αποτελεί το θεμέλιο της στήριξης των ήδη κεκτημένων δικαιωμάτων και ρυθμίσεων των συνδικαλιστικών αδειών, καθώς ρητά επιτρέπει ευνοϊκότερες ρυθμίσεις και μάλιστα προστατεύει τις υπάρχουσες, ενθαρρύνοντας παράλληλα τη δημιουργία νέων, ως προϊόντων συμφωνίας μισθωτού-εργοδότη, ή ΣΣΕ ή Διαιτητικής απόφασης.
Συνεπώς, ο νόμος κατ’ αρχήν θέτει ελάχιστα επίπεδα προστασίας, ενώ η παροχή προσθέτων διευκολύνσεων, πέραν αυτών που θέτει ο νόμος,  κατόπιν συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων, όχι μόνο δεν απαγορεύεται αλλά αντιθέτως έχει αναγνωριστεί από την νομολογία ως παράγουσα έννομα αποτελέσματα.
Ειδικότερα, με την υπ’ αριθμ. 1425/1988 απόφαση του  Εφετείου Θεσσαλονίκης, έγινε δεκτό ότι είναι απολύτως ισχυρή και δεσμευτική για τον εργοδότη η συμφωνία που προβλέπει ευνοϊκότερες ρυθμίσεις για τις συνδικαλιστικές διευκολύνσεις. Συγκεκριμένα κρίθηκε  ότι : «Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 6 παρ. Ι, 16 έως 7 και 18 του ν.1264/1982 "για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων", συνάγεται ότι, καταρχήν, οι συνεδριάσεις και συναντήσεις των μελών του Δ.Σ. ενός εργατικού σωματείου με τον εργοδότη γίνονται εκτός χρόνου απασχόλησης, για να μην παρακωλύεται η εργασία, εκτός αν έχει γίνει αντίθετη ρύθμιση, υπό τη μορφή κεκτημένου δικαιώματος μισθωτών και εργοδότη η με συλλογικές συμβάσεις εργασίας η διαιτητικές αποφάσεις, οπότε οι παραπάνω συνεδριάσεις και συναντήσεις γίνονται εντός χρόνου απασχόλησης και ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει το ανάλογο ωρομίσθιο και του χρόνου αυτού».
Επιπροσθέτως,  με την υπ’ αριθμ. 41/2001 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Τμήμα Δ), το οποίο κλήθηκε να απαντήσει αναφορικά με την παροχή συνδικαλιστικών διευκολύνσεων, πέραν των ελαχίστων, που προβλέπει ο νόμος,κρίθηκε ότι η απόφαση της Διοίκησης για παροχή προσθέτων συνδικαλιστικών διευκολύνσεων δεν αποτελεί κανονιστική ρύθμιση, αλλά συνιστά συμφωνία μεταξύ εργαζομένων και Διοικήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 18 του ν. 1264/1982. Σύμφωνα με την  ανωτέρω γνωμοδότηση, αφενός διευρύνεται η έννοια της «συμφωνίας», αφετέρου δε, καθίσταται σαφές ότι από το άρθρο 18 του Ν. 1264/82 δεν προκύπτει υποχρέωση τήρησης  ορισμένου τύπου για τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων, αλλά αρκεί να καθίσταται ευχερής η απόδειξη ύπαρξής της.
Συνοψίζοντας, οι νέες διατάξεις εισάγουν μία ρύθμιση κατ’ αρχήν ενιαία για τον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, προβλέποντας όλα τα είδη συνδικαλιστικών αδειών στο ίδιο άρθρο. Ωστόσο, εξαίρεση αποτελεί και πάλι το ζήτημα των αποδοχών, το οποίο εξακολουθεί να μην ορίζεται ενιαία. Σε κάθε περίπτωση όμως, τα κεκτημένα δικαιώματα που στηρίζονται σε ευνοϊκότερη ρύθμιση, προκύπτουσα από συμφωνία, διαιτητική απόφαση ή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας προστατεύονται και παράγουν έννομα αποτελέσματα.